εντυγχάνω

εντυγχάνω
ἐντυγχάνω (AM)
1. (με δοτ. προσ.) κατά τύχη συναντώ, απαντώ, βρίσκω κάποιον («ἐντυγχάνοντες ἀλλήλοισι» — συναντώντας ο ένας τον άλλο, Ηρόδ.)
2. (για κείμενα, βιβλία, επιστολές κ.λπ.) παίρνω κατά τύχη στα χέρια μου, (και επομένως) διαβάζω, μελετώ
3. (η μτχ. ενεστ. και μέλλ. ως ουσ.) α) οἱ ἐντυγχάνοντες
οι αναγνώστες
β) τοῑς ἐντευξομένοις
προς τους αναγνώστες (ως επικεφαλίδα προλόγου ή εισαγωγής βιβλίων παλαιότερα)
αρχ.
1. συναντώ κάτι, «πέφτω πάνω» σε κάτι («ἐνετύγχανον τάφροις», Ξεν.)
2. απρόσ. ἐντυγχάνει
τυχαίνει να είναι
3. έρχομαι σε συνέντευξη ή ακρόαση με κάποιον, συναναστρέφομαι, συζητώ, συνομιλώ («ὁπότε ἐντύχοιμι Παλαμήδει» — οσάκις συνομιλήσω με τον Παλαμήδη, Πλάτ.)
4. έρχομαι σε σαρκική επαφή, συνουσιάζομαι
5. προσέρχομαι ικετευτικά, παρακαλώ, ικετεύω («ἐνέτυχον τῷ βασιλεῑ αἰτούμενοι» — προσήλθαν ικετευτικά στον βασιλέα ζητώντας, ΠΔ)
6. (για κεραυνό) ενσκήπτω, χτυπώ («οἷς ἄν ἐντύχῃ πάντων, κρατεῑ», Ξεν.)
7. καλούμαι να δώσω γνώμη ή συμβουλή
8. «ἐντυγχάνω κατά τινος» — κατηγορώ κάποιον
9. (οι μτχ. ενεστ., μέλλ., αορ. ως ουσ.) α) ὁ ἐντυγχάνων
i. ο ικετεύων, ο ικέτης
ii. οἱ ἐντυγχάνοντες
οι αναγνώστες
β) οἱ ἐντευξόμενοι
οι μελλοντικοί αναγνώστες, όσοι πρόκειται να διαβάσουν το βιβλίο
γ) ὁ ἐντυχών και συν. στον πληθ. οἱ ἐντυχόντες
οι κατά τύχη συναντώμενοι, οι πρώτοι τυχόντες.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • ἐντυγχάνω — light upon pres subj act 1st sg ἐντυγχάνω light upon pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντυγχάνετε — ἐντυγχάνω light upon imperf ind act 2nd pl (epic ionic) ἐντυγχάνω light upon pres imperat act 2nd pl ἐντυγχάνω light upon pres ind act 2nd pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντυγχάνῃ — ἐντυγχάνω light upon pres subj mp 2nd sg ἐντυγχάνω light upon pres ind mp 2nd sg ἐντυγχάνω light upon pres subj act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐνετύγχανον — ἐντυγχάνω light upon imperf ind act 3rd pl ἐντυγχάνω light upon imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντετυχηκότα — ἐντυγχάνω light upon perf part act neut nom/voc/acc pl ἐντυγχάνω light upon perf part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντετυχήκειν — ἐντυγχάνω light upon perf inf act (epic) ἐντυγχάνω light upon plup ind act 1st sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντετύχηκε — ἐντυγχάνω light upon perf imperat act 2nd sg ἐντυγχάνω light upon perf ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντετύχηκεν — ἐντυγχάνω light upon perf ind act 3rd sg ἐντυγχάνω light upon plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντευξομένων — ἐντυγχάνω light upon fut part mid fem gen pl ἐντυγχάνω light upon fut part mid masc/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐντευξόμενον — ἐντυγχάνω light upon fut part mid masc acc sg ἐντυγχάνω light upon fut part mid neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”